τραγάνισμα

τραγάνισμα
το, Ν [τραγανίζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τραγανίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τραγάνισμα — το, ατος τρίξιμο στη μάσηση, γριτσάνισμα: Μαλακό τραγάνισμα έχει η φρυγανιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραγανιστός — ή, ό, Ν αυτός που τρίζει κατά τη μάσηση, τραγανός («τραγανιστές πατάτες»). επίρρ... τραγανιστά Ν με τραγανιστό τρόπο, με τραγάνισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”